cancan
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cancan | cancans |
cancan (fr) αρσενικό
- (χορός) είδος εκκεντρικής και φανταχτερής καντρίλιας
- → δείτε και τη λέξη french cancan