σχολιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sxo.li.aˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σχολιασμός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σχολιασμός
|