Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σχολιασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σχολιασμ
ός
οι
σχολιασμ
οί
γενική
του
σχολιασμ
ού
των
σχολιασμ
ών
αιτιατική
τον
σχολιασμ
ό
τους
σχολιασμ
ούς
κλητική
σχολιασμ
έ
σχολιασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σχολιασμός
<
σχολιάζω
+
-μός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
sxo.li.aˈzmos
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σχολιασμός
αρσενικό
η
διατύπωση
ή
εκφορά
σχολίων για κάποιο
ζήτημα
ή
γεγονός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σχολιασμός