Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gossip gossips

gossip (en)

  1. ο κουτσομπόλης
  2. το κουτσομπολιό
ενεστώτας gossip
γ΄ ενικό ενεστώτα gossips
αόριστος gossiped, gossipped
παθητική μετοχή gossiped, gossipped
ενεργητική μετοχή gossiping, gossipping

gossip (en)