ragot
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ragot | ragots |
ragot (fr) αρσενικό
- νεαρός αγριόχοιρος ανάμεσα δύο και τριών ετών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ragot | ragots |
ragot (fr) αρσενικό
- το κουτσομπολιό, η κακολογία