↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοτέτσι τα κοτέτσια
      γενική του κοτετσιού των κοτετσιών
    αιτιατική το κοτέτσι τα κοτέτσια
     κλητική κοτέτσι κοτέτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοτέτσι < σλαβικής προέλευσης коте́ц (κοτέτς)[1] + < πρωτοσλαβική *kotьcь (=φωλιά, αποθήκη)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοτέτσι ουδέτερο

  1. μικρό σπιτάκι ή κλουβί όπου ζουν κότες
     συνώνυμα: ορνιθώνας, κουμάσι
  2. (μεταφορικά) (οικείο) (για διαμέρισμα) μικρό και στενό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.