πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοτέτσι τα κοτέτσια
      γενική του κοτετσιού των κοτετσιών
    αιτιατική το κοτέτσι τα κοτέτσια
     κλητική κοτέτσι κοτέτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοτέτσι ουδέτερο

  1. μικρό σπιτάκι ή κλουβί όπου ζουν κότες
     συνώνυμα: ορνιθώνας, κουμάσι
      Αυτή ήταν η κυρία Νίτσα, μητέρα Μενελάου, ιδιοκτήτρια βίλας με κοτέτσι. Μαλλί κόκαλο από τη λακ, δαντελένιο ταγέρ μαύρο, καρφίτσα στο πέτο, καλσόν με ραφή -για μεγαλύτερη επισημότητα- και παντούφλα λουστρίνι- για μεγαλύτερη άνεση (Μαίρη Κόντζογλου, Περπάτα με τον άγγελό σου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019)
  2. (μεταφορικά) (οικείο) (για διαμέρισμα) μικρό και στενό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.