Ετυμολογία

επεξεργασία
poulailler < poulaille < poule

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
poulailler poulaillers

poulailler (fr) αρσενικό

  1. το κοτέτσι, ο ορνιθώνας
  2. ο τελευταίος εξώστης ενός θεάτρου