πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορνιθώνας οι ορνιθώνες
      γενική του ορνιθώνα των ορνιθώνων
    αιτιατική τον ορνιθώνα τους ορνιθώνες
     κλητική ορνιθώνα ορνιθώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ορνιθώνας.

Ετυμολογία

επεξεργασία
ορνιθώνας < ελληνιστική κοινή ὀρνιθών (αιτιατική: ὀρνιθῶνα). [1] > ὄρνις και κατάληξη των λεγόμενων περιεκτικών -ών. Συγχρονικά αναλύεται σε όρνιθ(α) + -ώνας

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ορνιθώνας αρσενικό

  1. (λόγιο) κοτέτσι
  2. (συνεκδοχικά) περικλεισμένος χώρος όπου βόσκουν οι όρνιθες

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη όρνιθα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία