ορνιθοτροφείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ορνιθοτροφείο < (ελληνιστική κοινή) ὀρνιθοτροφεῖον / όρνιθ(α) + -ο- + -τροφείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ορνιθοτροφείο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ορνιθοτροφείο
|