poulaille
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- poulaille < poule
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
poulaille | poulailles |
poulaille (fr) θηλυκό
- τα διάφορα πτηνά ενός ορνιθοτροφείου
ενικός | πληθυντικός |
poulaille | poulailles |
poulaille (fr) θηλυκό