σπιτάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπιτάκι | τα | σπιτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σπιτάκι | τα | σπιτάκια |
κλητική | σπιτάκι | σπιτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπιτάκι < σπίτι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπιτάκι ουδέτερο
- μικρό σπίτι
- Το σπιτάκι του σκύλου.
Εκφράσεις
επεξεργασία- σπίτι μου, σπιτάκι μου