κοτοπουλάκι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοτοπουλάκι | τα | κοτοπουλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κοτοπουλάκι | τα | κοτοπουλάκια |
κλητική | κοτοπουλάκι | κοτοπουλάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κοτοπουλάκι ουδέτερο
- πολύ μικρό κοτόπουλο