Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
poussin poussins

poussin (fr) αρσενικό

  1. το κοτοπουλάκι
  2. (χαϊδευτικό) αγάπη
    Viens là, mon poussin ! - Έλα εδώ, αγάπη μου!