Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγριόκοτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αγριόκοτ
α
οι
αγριόκοτ
ες
γενική
της
αγριόκοτ
ας
των
(
αγριοκοτ
ών
)
αιτιατική
την
αγριόκοτ
α
τις
αγριόκοτ
ες
κλητική
αγριόκοτ
α
αγριόκοτ
ες
Κατηγορία
όπως «
νότα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγριόκοτα
<
αγριό-
+
κότα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριόκοτα
θηλυκό
(
πτηνό
)
κότα
(ή παρόμοιο
πτηνό
) που διαβιώνει
αδέσποτη
, σε
άγρια
κατάσταση
Συνώνυμα
επεξεργασία
δασόκοτα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αγριόκοτα
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριόκοτα
αγγλικά
:
hazelhen
(en)
,
hazel grouse
(en)