Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμούλα οι σμούλες
      γενική της σμούλας των σμούλων
    αιτιατική τη σμούλα τις σμούλες
     κλητική σμούλα σμούλες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμούλα < σλαβικής προέλευσης smůla (;)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σμούλα θηλυκό

  1. (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) η φωλιά, η τρύπα ενός λαγού
    Πήραμε ίσια τα πλάγια, πότε εγώ μπροστά κι αυτός πίσω και πότε πίσω εγώ και μπροστά αυτός. Εδώ να βρούμε περδικοφωλιές με περδικάβγα, εκεί να βρούμε, τρέξε δεξιά, τρέξε ζερβιά, τρέξε ίσια πάνω και τρέξε ίσια κάτω, μέσα στα βράχια και στους γκρεμούς, στις γούβες και στις σπηλιές, στα κράκουρα και στις νεροσυρμές, παντού στους γνώριμους τόπους του χωριού μας, βγάλαμε αλεπούδες από τις τρύπες τους, λαγούς από τις σμούλες τους, προντίσαμε γεράκια απ' τα προσήλια τους, περδίκια απ' τις βοσκές τους, αλλά περδικοφωλιές και περδικάβγα πουθενά! (Χρήστος Χρηστοβασίλης, Η Καθαρή Δευτέρα)
  2. τόπος στενός και ζεστός

  Μεταφράσεις επεξεργασία