Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κράκουρα
      γενική των κράκουρων
    αιτιατική τα κράκουρα
     κλητική κράκουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κράκουρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κράκορα < αρωμουνική creacuri, πληθυντικός αριθμός του creac

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κράκουρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία