Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απόκρημνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀπόκρημνος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Άλλες μορφές
1.3.2
Συνώνυμα
1.3.3
Συγγενικά
1.3.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απόκρημν
ος
η
απόκρημν
η
το
απόκρημν
ο
γενική
του
απόκρημν
ου
της
απόκρημν
ης
του
απόκρημν
ου
αιτιατική
τον
απόκρημν
ο
την
απόκρημν
η
το
απόκρημν
ο
κλητική
απόκρημν
ε
απόκρημν
η
απόκρημν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απόκρημν
οι
οι
απόκρημν
ες
τα
απόκρημν
α
γενική
των
απόκρημν
ων
των
απόκρημν
ων
των
απόκρημν
ων
αιτιατική
τους
απόκρημν
ους
τις
απόκρημν
ες
τα
απόκρημν
α
κλητική
απόκρημν
οι
απόκρημν
ες
απόκρημν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απόκρημνος
<
αρχαία ελληνική
ἀπόκρημνος
<
ἀπό
+
κρημνός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
aˈpo.kɾi.mnos
/
Επίθετο
επεξεργασία
απόκρημνος, -η, -ο
που έχει
γκρεμούς
ή είναι γενικά
τόπος
απότομος
και
δύσβατος
Άλλες μορφές
επεξεργασία
απόγκρεμνος
Συνώνυμα
επεξεργασία
κρημνώδης
Συγγενικά
επεξεργασία
απόκρημνα
→
δείτε
τη λέξη
γκρεμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απόκρημνος
αρχαία ελληνική
:
ἀπόκρημνος
αγγλικά
:
precipitous
(en)
,
steep
(en)
,
craggy
(en)
γαλλικά
:
escarpé
(fr)
,
abrupt
(fr)
γερμανικά
:
steil
(de)