steep
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | steep |
συγκριτικός | steeper |
υπερθετικός | steepest |
steep (en)
- απότομος, σχεδόν κατακόρυφος
- ⮡ a steep staircase - μια απότομη σκάλα
- ⮡ The sides of the mountain were steep.
- Οι πλαγιές του βουνού ήταν απότομες.
- (ανεπίσημο) ακριβός
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | steep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | steeps |
αόριστος | steeped |
παθητική μετοχή | steeped |
ενεργητική μετοχή | steeping |
steep (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- εμποτίζω, μουσκεύω φαγητό
- ⮡ I am steeping the tea in water for a few minutes.
- Εμποτίζω το τσάι στο νερό για λίγα λεπτά.
- ⮡ Steep the beans in water for a few hours before cooking them.
- Μούσκεψε τα φασόλια σε νερό για μερικές ώρες πριν τα μαγειρέψεις.
- ⮡ You need to steep the tea to get its flavor.
- Πρέπει να μουσκέψεις το τσάι για να βγάλει τη γεύση του.
- ⮡ I am steeping the tea in water for a few minutes.