steep
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | steep |
συγκριτικός | steeper |
υπερθετικός | steepest |
steep (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | steep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | steeps |
αόριστος | steeped |
παθητική μετοχή | steeped |
ενεργητική μετοχή | steeping |
steep (en)