παραθετικά
θετικός expensive
συγκριτικός more expensive
υπερθετικός most expensive

  Επίθετο

επεξεργασία

expensive (en)

  • ακριβός, η ακρίβεια, που κοστίζει πολύ
    ⮡  expensive clothes/tastes - ακριβά ρούχα/γούστα
    ⮡  It is too expensive, I can’t afford it.
    Είναι πολύ ακριβό, δεν το σηκώνει η τσέπη μου.
    ⮡  It is terribly expensive in London.
    Είναι τρομερή η ακρίβεια στο Λονδίνο.
     συνώνυμα: steep