ακρίβεια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακρίβεια | οι | ακρίβειες |
γενική | της | ακρίβειας | — | |
αιτιατική | την | ακρίβεια | τις | ακρίβειες |
κλητική | ακρίβεια | ακρίβειες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ακρίβεια < ακριβής
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ακρίβεια θηλυκό
- η υψηλή τιμή σε ένα προϊόν ή μια παρεχόμενη υπηρεσία
- (κατ' επέκταση) οι ψηλές, σχετικά, τιμές σε αρκετά ή στα περισσότερα προϊόντα ή υπηρεσίες
- η χωρίς ατέλειες ολοκλήρωση μιας πράξης, η επίτευξη ενός στόχου που έχει τεθεί δίχως η προσπάθεια να ξεφύγει στο παραμικρό
- (όργανο μέτρησης) η μικρότερη τιμή την οποία μπορούμε να διακρίνουμε σε ένα όργανο μέτρησης η οποία εξαρτάται από τις διαβαθμίσεις που υπάρχουν επάνω σε αυτό
- το συνηθισμένο, σπαστό, ξύλινο μέτρο του μαραγκού έχει ακρίβεια μισού χιλιοστού αφού οι ενδείξεις του είναι ανά χιλιοστό
- η αξιοπιστία, η πιστότητα καταμέτρησης που έχει ένα όργανο μέτρησης ή η ίδια η μέτρηση
- με τα σύγχρονα όργανα μέτρησης μπορείτε να κάνετε με πολλή μεγαλύτερη ακρίβεια τις μετρήσεις σας αν τα ρυθμίσετε σωστά
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- για την ακρίβεια: χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δώσουμε πιο λεπτομερείς πληροφορίες για το αντικείμενο που αναφερόμαστε, ακριβέστερα
- μαθηματική ακρίβεια: σαν να έχουν γίνει μαθηματικοί υπολογισμοί για να επιτευχθεί, πάρα πολύ μεγάλη ακρίβεια και, μάλιστα, αξιόπιστη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
η χωρίς ατέλειες ολοκλήρωση πράξης