αξιοπιστία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξιοπιστία < (ελληνιστική κοινή) ἀξιοπιστία < αρχαία ελληνική ἀξιόπιστος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααξιοπιστία θηλυκό
- η ιδιότητα του αξιόπιστου· το να μπορείς να εμπιστευτείς τα λόγια κάποιου
- η πιθανότητα μιας συσκευής ή ενός συστήματος να εκτελεί την αποστολή του επαρκώς για τη σχεδιαζόμενη χρονική περίοδο και τις επικρατούσες λειτουργικές συνθήκες
Μεταφράσεις
επεξεργασία αξιοπιστία