ενικός         πληθυντικός  
accuracy accuracies
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
accuracy < accurate + -cy

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

accuracy (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ακρίβεια, η ορθότητα, η ιδιότητα του να είναι ακριβής ή σωστός
    ⮡  the accuracy of a translation/description - η ακρίβεια μιας μετάφρασης/περιγραφής
    ⮡  When words are used with accuracy
    Όταν οι λέξεις χρησιμοποιούνται χωρίς ακρίβεια
    ⮡  I dispute the accuracy of your information.
    Αμφισβητώ την ορθότητα των πληροφοριών σου.
     συνώνυμα:  advisability, correctness, rightness και soundness
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ακρίβεια, ο βαθμός στον οποίο μια μέτρηση, ένας υπολογισμός κτλ. είναι ακριβής ή σωστός
    ⮡  the accuracy of a clock - η ακρίβεια ενός ρολογιού

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • κοντά στην ορθή τιμή όταν παίρνεις πολλές μετρήσεις (πολλές μετρήσεις χρειάζονται για στατιστική αξιολόγηση) όμως δεν προσδιορίζει η λέξη accuracy το εύρος διασποράς μεταξύ των μετρήσεων (συγκρίνετε με το precision
  • η διαφορά μεταξύ accuracy και precision αφορά ορολογία (συνήθως τεχνική ή στατιστική), στον καθημερινό λόγο συχνά τα ερμηνεύματα αυτά αναμιγνύονται