φτήνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτήνια | οι | φτήνιες |
γενική | της | φτήνιας | — | |
αιτιατική | τη | φτήνια | τις | φτήνιες |
κλητική | φτήνια | φτήνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φτήνια θηλυκό
- χαμηλή τιμή σε πολλά αγαθά και υπηρεσίες, χαμηλό κόστος ζωής σε μια συγκεκριμένη περίοδο ή χαμηλές τιμές για περιορισμένη ομάδα αγαθών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φθηνός
Εκφράσεις
επεξεργασία- η φτήνια τρώει τον παρά : όταν βρίσκεις τα αγαθά σε χαμηλή τιμή αγοράζεις περισσότερα και τελικά ξοδεύεις πιο πολλά χρήματα/τα χρήματα γενικά ξοδεύονται σε φτηνά πράγματα που μπορεί να αγοράσει και ένας φτωχός