↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐθηνί αἱ εὐθηνίαι
      γενική τῆς εὐθηνίᾱς τῶν εὐθηνιῶν
      δοτική τῇ εὐθηνί ταῖς εὐθηνίαις
    αιτιατική τὴν εὐθηνίᾱν τὰς εὐθηνίᾱς
     κλητική ! εὐθηνί εὐθηνίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐθηνί
γεν-δοτ τοῖν  εὐθηνίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐθηνία < εὐθην(ός) + -ία. Διαφορετικό, αλλά συχνά συγχεόταν με την εὐθένεια μετά το 2ο αιώνα: εὐθένια. Και γραφή εὐθυνία από το εὔθηνος. Δείτε εὐθενέω
δείτε και νέα ελληνικά: φτήνια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εὐθηνία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. αφθονία, πληρότητα
  2. (προσωποποιημένη} θεά της αφθονίας

Συγγενικά

επεξεργασία