bon
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bon | bons |
θηλυκό | bonne | bonnes |
bon (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bon | bons |
bon (fr) αρσενικό
- το κουπόνι
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bon | bons |
θηλυκό | bonne | bonnes |
bon (fr)
ενικός | πληθυντικός |
bon | bons |
bon (fr) αρσενικό