Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bon bons
θηλυκό bonne bonnes

bon (fr)

  1. αγαθός, καλός, αίσιος
  2. κατάλληλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bon bons

bon (fr) αρσενικό