Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀκρίβεια θηλυκό



  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἀκρίβεια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀκρίβεια θηλυκό

  1. η ορθή, η σωστή εκτέλεση πράξεων, η ακρίβεια
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 3, 414a
    τοιαύτη τις, ἦν δ᾽ ἐγώ, δοκεῖ μοι, ὦ Γλαύκων, ἡ ἐκλογὴ εἶναι καὶ κατάστασις τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων, ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι᾽ ἀκριβείας, εἰρῆσθαι.
    Τέτοια λοιπόν μου φαίνεται, Γλαύκων, πως θα είναι, σ᾽ ένα πρώτο σχέδιο και χωρίς να μπαίνομε σ᾽ όλες τις λεπτομέρειες (χωρίς ακρίβεια), η εκλογή και ο διορισμός των αρχόντων και των φρουρών.
  2. φειδωλία, το να ενεργεί κάποιος με μέτρο και περίσκεψη