Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀκρίβεια θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀκρίβεια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀκρίβεια θηλυκό

  1. η ορθή, η σωστή εκτέλεση πράξεων, η ακρίβεια
  2. φειδωλία, το να ενεργεί κάποιος με μέτρο και περίσκεψη