Δείτε επίσης: κότσος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόστος τα κόστη
      γενική του κόστους
    αιτιατική το κόστος τα κόστη
     κλητική κόστος κόστη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόστος < (άμεσο δάνειο) ιταλική costo < λατινική consto < consisto < con + sisto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.stos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόστος ουδέτερο

  1. η αξία αντικειμένου ή υπηρεσίας, η δαπάνη για την απόκτηση ενός αντικειμένου
    το κόστος κατασκευής της πολυκατοικίας ήταν υψηλό
  2. η αξία σε χρήμα ενός αντικειμένου πριν προστεθεί σε αυτήν το κέρδος του μεταπωλητή
    όλα τα εμπορεύματά μας σε τιμές κόστους
  3. η αρνητική συνέπεια ενός γεγονότος
    το κόστος της ηχορρύπανσης

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

στην οικονομική επιστήμη:

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία