κόστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόστος | τα | κόστη |
γενική | του | κόστους | των | (κοστών) |
αιτιατική | το | κόστος | τα | κόστη |
κλητική | κόστος | κόστη | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη / κακόηχη | ||||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈko.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐στος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κόστος ουδέτερο
- η αξία αντικειμένου ή υπηρεσίας, η δαπάνη για την απόκτηση ενός αντικειμένου
- το κόστος κατασκευής της πολυκατοικίας ήταν υψηλό
- η αξία σε χρήμα ενός αντικειμένου, πριν προστεθεί σε αυτήν το κέρδος του μεταπωλητή
- όλα τα εμπορεύματά μας σε τιμές κόστους
- (μεταφορικά) η αρνητική συνέπεια ενός γεγονότος
- το κόστος της ηχορρύπανσης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαστην οικονομική επιστήμη: