κόστος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόστος | τα | κόστη |
γενική | του | κόστους | — | |
αιτιατική | το | κόστος | τα | κόστη |
κλητική | κόστος | κόστη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κόστος < (άμεσο δάνειο) ιταλική costo < λατινική consto < consisto < con + sisto < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κόστος ουδέτερο
- η αξία αντικειμένου ή υπηρεσίας, η δαπάνη για την απόκτηση ενός αντικειμένου
- το κόστος κατασκευής της πολυκατοικίας ήταν υψηλό
- η αξία σε χρήμα ενός αντικειμένου πριν προστεθεί σε αυτήν το κέρδος του μεταπωλητή
- όλα τα εμπορεύματά μας σε τιμές κόστους
- η αρνητική συνέπεια ενός γεγονότος
- το κόστος της ηχορρύπανσης
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
στην οικονομική επιστήμη:
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- κόστος στη Βικιπαίδεια