κοστολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.sto.loˈγo/
Ρήμα
επεξεργασίακοστολογώ (παθητική φωνή: κοστολογούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- κοστολόγηση
- κοστολόγιο
- κοστολόγος
- → δείτε τις λέξεις κόστος και λέγω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοστολογώ | κοστολογούσα | θα κοστολογώ | να κοστολογώ | κοστολογώντας | |
β' ενικ. | κοστολογείς | κοστολογούσες | θα κοστολογείς | να κοστολογείς | (κοστολόγει) | |
γ' ενικ. | κοστολογεί | κοστολογούσε | θα κοστολογεί | να κοστολογεί | ||
α' πληθ. | κοστολογούμε | κοστολογούσαμε | θα κοστολογούμε | να κοστολογούμε | ||
β' πληθ. | κοστολογείτε | κοστολογούσατε | θα κοστολογείτε | να κοστολογείτε | κοστολογείτε | |
γ' πληθ. | κοστολογούν(ε) | κοστολογούσαν(ε) | θα κοστολογούν(ε) | να κοστολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοστολόγησα | θα κοστολογήσω | να κοστολογήσω | κοστολογήσει | ||
β' ενικ. | κοστολόγησες | θα κοστολογήσεις | να κοστολογήσεις | κοστολόγησε | ||
γ' ενικ. | κοστολόγησε | θα κοστολογήσει | να κοστολογήσει | |||
α' πληθ. | κοστολογήσαμε | θα κοστολογήσουμε | να κοστολογήσουμε | |||
β' πληθ. | κοστολογήσατε | θα κοστολογήσετε | να κοστολογήσετε | κοστολογήστε | ||
γ' πληθ. | κοστολόγησαν κοστολογήσαν(ε) |
θα κοστολογήσουν(ε) | να κοστολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοστολογήσει | είχα κοστολογήσει | θα έχω κοστολογήσει | να έχω κοστολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοστολογήσει | είχες κοστολογήσει | θα έχεις κοστολογήσει | να έχεις κοστολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοστολογήσει | είχε κοστολογήσει | θα έχει κοστολογήσει | να έχει κοστολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοστολογήσει | είχαμε κοστολογήσει | θα έχουμε κοστολογήσει | να έχουμε κοστολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοστολογήσει | είχατε κοστολογήσει | θα έχετε κοστολογήσει | να έχετε κοστολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοστολογήσει | είχαν κοστολογήσει | θα έχουν κοστολογήσει | να έχουν κοστολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοστολογώ
|