κοστολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοστολόγος < κοστολογώ + -λόγος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοστολόγος αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός (ενδεχομένως εξειδικευμένος υπάλληλος ή οικονομολόγος) που κοστολογεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοστολόγος
|