οικονομολόγος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οικονομολόγος < απόδοση για τη γαλλική économiste < économ(ie) + -iste < αρχαία ελληνική οἰκονομ(ία) + -ιστής.[1] Αναλύεται σε οικο- + -νομ(ία) + -ο- + -λόγος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οικονομολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (οικονομία) ο ειδικός στην οικονομική επιστήμη ή στην οικονομολογία, ο πτυχιούχος αντίστοιχων πανεπιστημιακής σχολών
Επεξεργασία
- οικονομολογία
- οικονομολογικός
- → και δείτε τις λέξεις οικονομία και οίκος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οικονομολόγος
Επεξεργασία
- ↑ «οικονομολόγος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.