economist
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
economist | economists |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαeconomist (en)
- (οικονομία, επάγγελμα) ο οικονομολόγος
- ⮡ Economists are forecasting a rise in national income.
- Οι οικονομολόγοι προβλέπουν αύξηση του εθνικού εισοδήματος.
- ⮡ Economists are forecasting a rise in national income.