εξειδικευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξειδικευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξειδικεύομαι
Μετοχή επεξεργασία
εξειδικευμένος, -η, -ο
- που έχει εξειδικευτεί σε κάποιον επαγγελματικό τομέα
εξειδικευμένος, -η, -ο