σπεσιαλίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπεσιαλίστας < (άμεσο δάνειο) γαλλική spécialiste + -ίστας[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /spe.si.aˈli.stas/ & /spe.sçaˈli.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπε‐σια‐λί‐στας
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπεσιαλίστας αρσενικό άκλιτο (θηλυκό σπεσιαλίστρια)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπεσιαλίστας
|
επεξεργασία
- ↑ σπεσιαλίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.