• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σπεσιαλίστας

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Άλλες μορφές
      • 1.3.2 Συνώνυμα
      • 1.3.3 Μεταφράσεις
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σπεσιαλίστας < (άμεσο δάνειο) γαλλική spécialiste + -ίστας[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /spe.si.aˈli.stas/ και /spe.sçaˈli.stas/
τυπογραφικός συλλαβισμός : σπε‐σια‐λί‐στας

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σπεσιαλίστας αρσενικό άκλιτο (θηλυκό σπεσιαλίστρια)

  • ο ειδικός, ο εξπέρ σε έναν συγκεκριμένο κλάδο

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • σπεσιαλίστ

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • ειδήμων
  • ειδήμονας
  • ειδικός
  • εξπέρ
  • επαΐων
  • γνώστης

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σπεσιαλίστας

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. ↑ «σπεσιαλίστας» -  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σπεσιαλίστας&oldid=5514642"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 18:51
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 18:51.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie