Ετυμολογία

επεξεργασία
ειδήμονας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰδήμ(ων) + -ονας από την αιτιατική σε -ονα  δείτε τη λέξη ειδήμων

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ειδήμονας οι ειδήμονες
      γενική του
του/της
ειδήμονα
ειδήμονος
των ειδημόνων
    αιτιατική τον/την ειδήμονα τους/τις ειδήμονες
     κλητική ειδήμονα ειδήμονες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ειδήμονας αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία