ειδήμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ειδήμων & ειδήμονας |
η | ειδήμων | το | ειδήμον |
γενική | του | ειδήμονος & ειδήμονα |
της | ειδήμονος | του | ειδήμονος |
αιτιατική | τον | ειδήμονα | την | ειδήμονα | το | ειδήμον |
κλητική | ειδήμων & ειδήμονα |
ειδήμων | ειδήμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ειδήμονες | οι | ειδήμονες | τα | ειδήμονα |
γενική | των | ειδημόνων | των | ειδημόνων | των | ειδημόνων |
αιτιατική | τους | ειδήμονες | τις | ειδήμονες | τα | ειδήμονα |
κλητική | ειδήμονες | ειδήμονες | ειδήμονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ειδήμων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰδήμων < αρχαία ελληνική εἴδομαι / οἶδα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyd- (βλέπω, γνωρίζω)
Επίθετο
επεξεργασίαειδήμων, -ων, -ον
- που έχει εξειδικευτεί σε έναν τομέα και έχει άριστη γνώση του αντικειμένου του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ειδημοσύνη
- ειδημόνως
- → δείτε τη λέξη είδηση