εξπέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξπέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική expert
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eksˈpeɾ/ κατά τη γαλλική προφορά
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εξ‐πέρ
Επίθετο επεξεργασία
εξπέρ άκλιτο[1]
- που είναι εξπέρ
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξπέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο[2]
- που έχει βαθιά γνώση και πείρα για ένα θέμα μετά από πολλή μελέτη
- (γενικότερα) επιδέξιος και έμπειρος σε μία δραστηριότητα
- ↪ Μα πώς τράκαρες; Εσύ είσαι εξπέρ στην οδήγηση.
- ≈ συνώνυμα: σπεσιαλίστας, μανούλα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εξπέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)