παραθετικά
θετικός expert
συγκριτικός more expert
υπερθετικός most expert

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈek.spɜːt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈek.spɝːt/ (ΗΠΑ)
 

  Επίθετο

επεξεργασία

expert (en)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
expert experts

expert (en)

  • ο ειδήμονας, ο επαΐων, ο εμπειρογνώμων
    ⮡  She is an expert at martial arts. She teaches judo and karate.
    Αυτή είναι μια εμπειρογνώμων στις πολεμικές τέχνες. Διδάσκει τζούντο και καράτε.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

expert (fr)