γνωμοδότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γνωμοδότης < ελληνιστική κοινή γνωμοδότης < αρχαία ελληνική γνώμη + δίδωμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγνωμοδότης αρσενικό (θηλυκό: γνωμοδότρια)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γνωμοδότης
Δείτε επίσης : γνωμοδότηση |
γνωμοδότης αρσενικό (θηλυκό: γνωμοδότρια)