Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνωμοδότηση οι γνωμοδοτήσεις
      γενική της γνωμοδότησης* των γνωμοδοτήσεων
    αιτιατική τη γνωμοδότηση τις γνωμοδοτήσεις
     κλητική γνωμοδότηση γνωμοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γνωμοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνωμοδότηση < γνωμοδοτώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γνωμοδότηση θηλυκό

  • η εκφρασμένη έγκυρη γνώμη νομικού σώματος ή οργάνου, π.χ. του νομικού συμβουλίου του κράτους, ανώτερου δικαστικού, ανεξάρτητης αρχής κ.λπ.

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία