↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνωμάτευση οι γνωματεύσεις
      γενική της γνωμάτευσης* των γνωματεύσεων
    αιτιατική τη γνωμάτευση τις γνωματεύσεις
     κλητική γνωμάτευση γνωματεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γνωματεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γνωμάτευση < γνωματεύ(ω) + }-ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γνωμάτευση θηλυκό

  • η γνώμη, η εκτίμηση, η έγκυρη άποψη του ειδικού και αρμόδιου σε μια επιστήμη
    ιατρική γνωμάτευση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία