Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γνωμοδοτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γνωμοδοτώ
  2. θα γνωμοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γνωμοδοτώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

γνωμοδοτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γνωμοδότηση