conseiller
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- (ουσιαστικό) λατινική consiliarius
- (ρήμα) λατινική consiliari
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɔ̃.sɛ.je/
- conseiller
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | conseiller | conseillers |
θηλυκό | conseillère | conseillères |
conseiller (fr) αρσενικό
- o σύμβουλος, ο γνωμοδότης
ΡήμαΕπεξεργασία
conseiller (fr)
- συμβουλεύω
- (λαϊκό) ορμηνεύω