ορμηνεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαορμηνεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁρμηνεύω < αρχαία ελληνική ἑρμηνεύω (εξηγώ)[1]
Ρήμα
επεξεργασίαορμηνεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ορμηνεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας