παραινώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραινώ
- συμβουλεύω, νουθετώ
- προτρέπω (κάποιον) να κάνει (κάτι)
Συγγενικά
επεξεργασία- παραίνεση
- παραινετικά
- παραινετικός
- → δείτε τις λέξεις παρά και αινώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραινώ
|