Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νουθετώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νουθετώ
<
αρχαία ελληνική
νουθετέω
/
νουθετῶ
<
νόος
/
νοῦς
+
τίθημι
Ρήμα
επεξεργασία
νουθετώ
συμβουλεύω
, προτείνω τα
δέοντα
Συγγενικά
επεξεργασία
νουθεσία
νουθέτηση
νουθετούμαι
Συνώνυμα
επεξεργασία
συμβουλεύω
συνετίζω
καθοδηγώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νουθετώ
αγγλικά
:
admonish
(en)
ιταλικά
:
ammonire
(it)