Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας admonish
γ΄ ενικό ενεστώτα admonishes
αόριστος admonished
παθητική μετοχή admonished
ενεργητική μετοχή admonishing

  Ρήμα επεξεργασία

admonish (en)

  1. επιπλήττω, επιτιμώ, λέω σε κάποιον έντονα και ξεκάθαρα ότι δεν εγκρίνω κάτι που έχει κάνει
    His manager admonished him because he was late.
    Τον επέπληξε ο διευθυντής του, γιατί άργησε να έρθει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη criticize
  2. συμβουλεύω κάποιον να κάνει κάτι
    He admonished them against excessive drinking./He admonished them to not drink much.
    Τους συμβούλεψε να μην πίνουν πολύ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advise

  Πηγές επεξεργασία