νουθέτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νουθέτηση | οι | νουθετήσεις |
γενική | της | νουθέτησης* | των | νουθετήσεων |
αιτιατική | τη | νουθέτηση | τις | νουθετήσεις |
κλητική | νουθέτηση | νουθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νουθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νουθέτηση < αρχαία ελληνική νουθέτησις < νουθετέω < νόος / νοῦς + τίθημι
Ουσιαστικό επεξεργασία
νουθέτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του νουθετώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
νουθέτηση
|