νουθετέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
νουθετέω < αρχαία ελληνική νοῦς + αρχαία ελληνική τίθημι, θέτω, βάζω, καθιστώ
Ρήμα επεξεργασία
νουθετέω, συνηρημένο: νουθετῶ
νουθετέω < αρχαία ελληνική νοῦς + αρχαία ελληνική τίθημι, θέτω, βάζω, καθιστώ
νουθετέω, συνηρημένο: νουθετῶ