νουθετήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίανουθετήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νουθετώ
- θα νουθετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νουθετώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίανουθετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νουθέτηση