ἑρμηνεύω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἑρμηνεύω | ἑρμηνεύομαι |
Παρατατικός | ἡρμήνευον | ἡρμηνευόμην |
Μέλλοντας | ἑρμηνεύσω | _ & ἡρμηνεύθην |
Αόριστος | ἡρμήνευσα | |
Παρακείμενος | ἡρμήνευκα | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύ(ς) + -εύω
Ρήμα επεξεργασία
ἑρμηνεύω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- ἀνερμήνευτος
- ἑρμήνεία
- ἑρμήνευμα
- ἑρμηνευτικός
- → και δείτε τη λέξη ἑρμηνεύς
μετοχές:
απαρέμφατα
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἑρμηνεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑρμηνεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.