ἑρμηνεύω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ἑρμηνεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ἑρμηνεύω
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Τύποι του ρήματοςΕπεξεργασία
Σε αρχαία κείμενα απαντώνται οι τύποι ἑρμηνεύω, ἡρμήνευον (παρατατικός), ἑρμηνεύσω (μέλλοντας) και ἡρμήνευσα (αόριστος). Ο παρακείμενος ἡρμήνευκα θεωρείται μεταγενέστερος. Απαντά επίσης ο παθητικός ενεστώτας ἑρμηνεύομαι, ενώ ο αντίστοιχος παρατατικός ἡρμηνευόμην καθώς και ο αόριστος ἡρμηνεύθην θεωρούνται επίσης μεταγενέστεροι. Η μετοχή παθ. παρακειμένου ἡρμηνευμένοι απαντά και σε αρχαία κείμενα
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- διερμηνεύω (μεταγενέστερο, μάλλον της ελληνιστικής εποχής)