Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

counsel (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • (νομικός όρος) ο συνήγορος, δικηγόρος ή ομάδα δικηγόρων που υπερασπίζουν κάποιον στο δικαστήριο
    counsel for the plaintiff/for the defendant - συνήγορος του ενάγοντος/του εναγομένου
    counsel for the defense - συνήγορος υπερασπίσεως

  Πηγές επεξεργασία