counsel
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcounsel (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (νομικός όρος) ο συνήγορος, δικηγόρος ή ομάδα δικηγόρων που υπερασπίζουν κάποιον στο δικαστήριο
- ⮡ counsel for the plaintiff/for the defendant - συνήγορος του ενάγοντος/του εναγομένου
- ⮡ counsel for the defense - συνήγορος υπερασπίσεως
Ρήμα
επεξεργασίαcounsel (en)
- (επίσημο) συμβουλεύω κάποιον να κάνει κάτι
- ⮡ The police counseled us against traveling at night.
- Η αστυνομία μας συμβούλεψε να μην ταξιδέψουμε νύχτα.
- ⮡ The police counseled us against traveling at night.